μεγαθυμία

μεγαθυμία
η
1. μεγαλοψυχία, γενναιοψυχία
2. ανεκτικότητα, υπομονητικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάθυμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Π. Λαζαρή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”